ἀναδέσμη

ἀναδέσμη
ἀναδέσμη
band for women's hair
fem nom/voc sg (attic epic ionic)
ἀ̱ναδέσμη , ἀναδεσμέω
tie up
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
ἀναδεσμέω
tie up
pres imperat act 2nd sg (doric aeolic)
ἀναδεσμέω
tie up
imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναδέσμη — ἀναδέσμη, η (Α) [ἀναδέω] κορδέλα που δένει και συγκρατεί τα μαλλιά ή διακοσμητικό δίχτυ γι’ αυτά, φιλές …   Dictionary of Greek

  • ἀναδέσμῃ — ἀναδέσμη band for women s hair fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδεσμᾶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδεσμῶν — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen pl ἀναδεσμέω tie up pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέσμην — ἀναδέσμη band for women s hair fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναδέσμης — ἀναδέσμη band for women s hair fem gen sg (attic epic ionic) ἀ̱ναδέσμης , ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀναδεσμέω tie up imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνάδεμα — ἀναδέσμη band for women s hair neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάδημα — ἀνάδημα, το (Α) [ἀναδέω] η αναδέσμη* …   Dictionary of Greek

  • αναδέω — ἀναδέω (ΑΜ) Ι. (ενεργ. και μέσ.) (για τα μαλλιά) δένω επάνω, στολίζω με κορδέλα, στεφάνι κ.ά. ΙΙ. μέσ. 1. κερδίζω στεφάνια νίκης, ή απλώς, κερδίζω, αποκτώ μσν. μέσ. παίρνω και βάζω στο κεφάλι μου αρχ. Ι. ενεργ. 1. στολίζω τα μαλλιά κάποιου με… …   Dictionary of Greek

  • ζώστρα — η (Α ζώστρα) [ζώννυμι] νεοελλ. 1. ζώνη, ζωστήρας, ζωνάρι 2. ναυτ. καθεμιά από τις παχύτερες εσωτερικές εντερονίδες ξύλινου σκάφους οι οποίες αποτελούν μέρος τής εσωτερικής επενδύσεώς του, ζωνάρι αρχ. ταινία, δεσμός, αναδέσμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”